ἐπίζηλος

ἐπίζηλος
ἐπίζηλος, [dialect] Dor. [suff] ἐπί-ζᾱλος, ον,
A enviable, happy,

τύχα B.5.52

, cf. A.Ag. 939, Ptol. Tetr.186: written ἐπίδηλα in TAM2(1).245.12 ([place name] Lycia).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἐπίζηλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίζηλος — enviable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίζηλος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος Μαραθωνομάχος. Ήταν γιος του Κουφαγόρου, τον οποίο οι Αθηναίοι ζωγράφοι απαθανάτισαν, μαζί με άλλους ήρωες, στην Ποικίλη Στοά. Ο Ε. τυφλώθηκε στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) χωρίς να χτυπηθεί και, όπως διηγείται ο… …   Dictionary of Greek

  • επίζηλος — η, ο επίρρ. α ο άξιος να ζηλεύεται, αξιοζήλευτος, ζηλευτός, ζηλεμένος: Κατέλαβε την επίζηλη θέση του διευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίζηλον — ἐπίζηλος enviable masc/fem acc sg ἐπίζηλος enviable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζήλους — Ἐπίζηλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζήλους — ἐπίζηλος enviable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζήλῳ — Ἐπίζηλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζήλῳ — ἐπίζηλος enviable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπίζηλον — Ἐπίζηλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίζηλος — η, ο ο μη επίζηλος, αυτός που δεν είναι αξιοζήλευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”